ῥύσιον

ῥύσιον
ῥύ̱σιον , ῥύσιον
surety
neut nom/voc/acc sg
ῥύσιος
delivering
masc/fem acc sg
ῥύσιος
delivering
neut nom/voc/acc sg
ῥυσάω
imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic)
ῥυσάω
imperf ind act 1st sg (epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρύσιον — και δωρ. τ. ῥύτιον, τὸ, Α [ῥυτός (ΙΙ)] 1. αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το λάφυρο, η λεία («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην τοῡ ῥυσίου θ ἥμαρτε», Αισχύλ.) β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως εγγύηση, το… …   Dictionary of Greek

  • ῥυσίον — ῥυσάω pres part act masc voc sg (epic doric ionic) ῥυσάω pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Adamántios Koraïs — Αδαμάντιος Κοραής Adamántios Koraïs Nom de naissance Ἀδαμάντιος Κοραῆς Autres noms Adamance Coray …   Wikipédia en Français

  • ELYSIUM — locus ubi piorum animae habitant, ὐπὸ τῆς λύσεως, a solutione. Nam animae post solutionem vinculi corporei deveniunt ad Elysios campos. Quos fabulam esse Phoeniciam patet ex ipso nomine, quod ex Phoenicum lingua desumptum. Hebraice enim alaz,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ρυσία — ἡ, Α (κατά τον Φωτ.) «ἡ τῶν τόξων τάσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *ῥύσιος (< ἐρύω [Ι] «σύρω, τραβώ»), πρβλ. ῥύσιον] …   Dictionary of Greek

  • ρυσιάζω — και δωρ. τ. ῥυτιάζω Α [ῥύσιον / ῥύτιον] 1. σύρω κάτι με τη βία, αρπάζω κάτι ως λάφυρο, αποσπώ 2. διαρπάζω («ῥυσιάζειν τὴν πόλιν», Διόδ. Σικ.) 3. παθ. ῥυσιάζομαι (στη Ρώμη σχετικά με τους οφειλέτες) σύρομαι με τη βία 4. (το απαρμφ. μέσ. ενεστ.)… …   Dictionary of Greek

  • ρύσιος — ον, Α [ῥῡσις] 1. αυτός που σώζει, που απολυτρώνει, που απελευθερώνει 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥύσιον α) ευχαριστήρια θυσία προς τους θεούς για σωτηρία από νόσο ή από κίνδυνο («ὠδίνων ῥύσια», Ανθ. Παλ.) β) (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥύσια… …   Dictionary of Greek

  • ρύτιον — (I) τὸ, Α υποκορ. μικρό ποτήρι ή μικρό κέρας που καταλήγει σε οξύ άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυτόν «είδος ποτηριού» + υποκορ. κατάλ. ιον]. (II) τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. ῥύσιον …   Dictionary of Greek

  • Διαμαντής, Ρύσιος — (Αρετσού ή Ρύσιον Χαλκηδόνας 1670; – Σμύρνη 1746). Λόγιος και δάσκαλος. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, της οποίας αργότερα διορίστηκε δάσκαλος (1700 3). Δίδαξε επίσης επί δύο χρόνια στην Κρήτη και κατόπιν στη Χίο (έως το 1712 τουλάχιστον)… …   Dictionary of Greek

  • ῥυσίοις — ῥῡσίοις , ῥύσιον surety neut dat pl ῥύσιος delivering masc/fem/neut dat pl ῥυσάω pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”